επιφυλλιδογραφία

επιφυλλιδογραφία
η
το να γράφει κάποιος επιφυλλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφυλλιδογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Πλάτωνα Ε. Δρακούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιφυλλιδογραφία — η το να γράφει κανείς επιφυλλίδες, η δημοσίευση επιφυλλίδων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • επιφυλλιδογραφικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην επιφυλλιδογραφία ή τον επιφυλλιδογράφο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”